User Tools

Site Tools


cpp:exception

Differences

This shows you the differences between two versions of the page.

Link to this comparison view

Both sides previous revisionPrevious revision
Next revision
Previous revision
cpp:exception [2019/05/06 07:15] – [Δημιουργία και διαχείριση της εξαίρεσης] gthanoscpp:exception [2023/05/15 14:01] (current) gthanos
Line 1: Line 1:
-====== Διαχείριση Εξαιρέσεων ======+====== Δημιουργία και Διαχείριση Εξαιρέσεων ======
  
 Ας εξετάσουμε την κλάση **Vector** που είδαμε στην ενότητα της υπερφόρτωση τελεστών. Ο προσδιοριστής //nothrow// σε συνδυασμό με τον τελεστή **new** μας υποχρεώνει να ελέγξουμε την επιστρεφόμενη τιμή του τελεστή **new** για να δούμε έαν έχει αποτύχει η διαδικασία δέσμευσης μνήμης ή όχι και στην περίπτωση που έχουμε αποτυχία τερματίζουμε το πρόγραμμα.  Ας εξετάσουμε την κλάση **Vector** που είδαμε στην ενότητα της υπερφόρτωση τελεστών. Ο προσδιοριστής //nothrow// σε συνδυασμό με τον τελεστή **new** μας υποχρεώνει να ελέγξουμε την επιστρεφόμενη τιμή του τελεστή **new** για να δούμε έαν έχει αποτύχει η διαδικασία δέσμευσης μνήμης ή όχι και στην περίπτωση που έχουμε αποτυχία τερματίζουμε το πρόγραμμα. 
  
-<code cpp Vector.cpp>+<code cpp Vector.hpp>
 #include <iostream> #include <iostream>
 #include <cstdlib> #include <cstdlib>
Line 11: Line 11:
 class Vector { class Vector {
   int *array;   int *array;
-  int size;+  long size;
      
 public: public:
-  Vector(int length=0);+  Vector(long length=0);
   ~Vector();   ~Vector();
   int &valueAt(int pos) const;  // returns a reference to element at position pos   int &valueAt(int pos) const;  // returns a reference to element at position pos
 }; };
 +</code>
  
-Vector::Vector(int length) {+<code cpp Vector.cpp> 
 +#include "Vector.hpp" 
 +Vector::Vector(long length) {
   size = length;   size = length;
   array = new (nothrow) int[size];   array = new (nothrow) int[size];
Line 35: Line 38:
  
 int &Vector::valueAt(int pos) const { int &Vector::valueAt(int pos) const {
-  if(pos>=length()) {+  if(pos>=size) {
      cerr << "Invalid access position!\n";      cerr << "Invalid access position!\n";
      return array[size-1];      return array[size-1];
Line 43: Line 46:
 </code> </code>
  
-Αν και η παραπάνω διαδικασία δεν είναι λανθασμένη, έχει το βασικό μειονέκτημα ότι θα πρέπει να τερματίσουμε το πρόγραμμα, ακόμη και εάν ο λόγος αποτυχίας είναι ότι ο χρήστης της κλάσης επέτρεψε το πέρασμα αρνητικής τιμής ως όρισμα στον κατασκευαστή. Ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση που αποτύχει η δέσμευση της μνήμης, λόγω λανθασμένου ορίσματος, ο κατασκευαστής της κλάσης **Vector** επιστρέφει ένα αντικείμενο το οποίο δεν είναι σωστά αρχικοποιημένο.+Αν και η παραπάνω διαδικασία δεν είναι λανθασμένη, έχει το βασικό μειονέκτημα ότι θα πρέπει να τερματίσουμε το πρόγραμμα. Ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση που αποτύχει η δέσμευση της μνήμης, λόγω λανθασμένου ορίσματος, ο κατασκευαστής της κλάσης **Vector** επιστρέφει ένα αντικείμενο το οποίο δεν είναι σωστά αρχικοποιημένο.
  
 <code cpp VectorUse.cpp> <code cpp VectorUse.cpp>
-#include "Vector.cpp"+#include "Vector.hpp"
  
 int main() { int main() {
-  int size;+  long size;
   cout << "Enter verctor size: ";   cout << "Enter verctor size: ";
   cin >> size;   cin >> size;
Line 60: Line 63:
 Η παραγωγή ενός //exception// μπορεί να επιλύσει πιο αποτελεσματικά το παραπάνω πρόβλημα, διότι υποστηρίζει τη διαχείριση συμβάντων που δεν επιτρέπουν την ομαλή εκτέλεση του προγράμματος. Στο παράδειγμα του κατασκευαστή της κλάσης **Vector**, η αποτυχία κλήσης του τελεστή **new** (χωρίς τον προσδιοριστή //notrhow//) παράγει ένα //exception// τύπου [[http://www.cplusplus.com/reference/new/bad_alloc/|std::bad_alloc]], το οποίο μπορούμε να διαχειριστούμε στη μέθοδο //main//, όπως παρακάτω: Η παραγωγή ενός //exception// μπορεί να επιλύσει πιο αποτελεσματικά το παραπάνω πρόβλημα, διότι υποστηρίζει τη διαχείριση συμβάντων που δεν επιτρέπουν την ομαλή εκτέλεση του προγράμματος. Στο παράδειγμα του κατασκευαστή της κλάσης **Vector**, η αποτυχία κλήσης του τελεστή **new** (χωρίς τον προσδιοριστή //notrhow//) παράγει ένα //exception// τύπου [[http://www.cplusplus.com/reference/new/bad_alloc/|std::bad_alloc]], το οποίο μπορούμε να διαχειριστούμε στη μέθοδο //main//, όπως παρακάτω:
  
-<code cpp Vector.cpp>+<code cpp Vector.hpp>
 #include <iostream> #include <iostream>
 #include <cstdlib> #include <cstdlib>
Line 68: Line 71:
 class Vector { class Vector {
   int *array;   int *array;
-  int size;+  long size;
      
 public: public:
-  Vector(int length=0);+  Vector(long length=0);
   ~Vector();   ~Vector();
   int &valueAt(int pos) const;  // returns a reference to element at position pos   int &valueAt(int pos) const;  // returns a reference to element at position pos
 }; };
  
-Vector::Vector(int length) {+</code> 
 + 
 +<code cpp Vector.cpp> 
 +#include "Vector.hpp" 
 + 
 +Vector::Vector(long length) {
   size = length;   size = length;
   array = new int[size];   array = new int[size];
Line 97: Line 105:
  
 <code cpp VectorUse.cpp> <code cpp VectorUse.cpp>
-#include "Vector.cpp"+#include "Vector.hpp"
  
 int main() { int main() {
-  int size; +  long size; 
-  do { +   
-    cout << "Enter verctor size: "; +  cout << "Enter verctor size: "; 
-    cin >> size; +  cin >> size; 
-    try { +  try { 
-      Vector v(size); +    Vector v(size); 
-    } catch(std::bad_alloc ex) { +  } catch(std::bad_alloc ex) { 
-      cout << "Vector size should be a positive integerRetry...\n"; +    std::cout << "Allocation failure!\n"; 
-      continue; +    exit(-1)
-    } +  } 
-    for(int i=0; i<size; i++) +
-    v.valueAt(i) = 100-1; +
-  } while(size<1);  +
 } }
 </code> </code>
  
 <WRAP tip 80% center round> <WRAP tip 80% center round>
-Στο παραπάνω απλό παράδειγμα είναι προφανές ότι είναι πιο απλό να ελέγξει κανείς το μέγεθος της παραμέτρου //size// πριν καλέσει τον κατασκευαστή. Σε αυτή την περίπτωση, ο έλεγχος θα πρέπει να γίνεται από το χρήστη της εκάστοτε βιβλιοθήκηςενώ η βιβλιοθήκη δεν παρέχει καμία εγγύηση για τον τρόπο συμπεριφοράς της εάν περαστούν λανθασμένα ορίσματα. Τα //exceptions// εξασφαλίζουν ότι η βιβλιοθήκη θα παράξει μία εξαίρεση εάν η δέσμευση της μνήμης αποτύχει.+Στο παραπάνω απλό παράδειγμα είναι προφανές ότι είναι πιο απλό να ελέγξει κανείς το μέγεθος της παραμέτρου //size// πριν καλέσει τον κατασκευαστή. Σε αυτή την περίπτωση, ο έλεγχος θα πρέπει να γίνεται από το χρήστη του κατασκευαστή. Η χρήση της εξαίρεσης μεταθέτει τον έλεγχο μόνο στην περίπτωση που αποτύχει η δέσμευση της μνήμης.
 </WRAP> </WRAP>
 +
 ===== Τύποι παραγόμενων εξαιρέσεων ===== ===== Τύποι παραγόμενων εξαιρέσεων =====
  
Line 151: Line 158:
     cout << "Enter option (1-5): ";     cout << "Enter option (1-5): ";
     cin >> option;     cin >> option;
-    short int c;+    char c;
     MyException ex;     MyException ex;
     switch(option) {     switch(option) {
Line 170: Line 177:
         break;         break;
       default:       default:
-        c = -10; throw c;  // throw a character+        c = -10;  
 +        throw c;  // throw a character
         break;         break;
     }     }
Line 197: Line 205:
   }   }
 </code> </code>
-πιάνει όλους τους τύπους //exception// που δεν πιάστηκαν στα προηγούμενα //catch blocks//. Τοποθετώντας ένα //catch block// αυτής της μορφής είναι δυνατόν να εφαρμόσετε ένα τελικό έλεγχο για τύπους εξαιρέσεων που δεν έχετε προβλέψει ότι μπορούν να παραχθούν παραπάνω στον κώδικα σας. +διαχειρίζεται όλους τους τύπους εξαιρέσεων που δεν διαχειρίστηκαν από τα παραπάνω //catch blocks//. Τοποθετώντας ένα //catch block// αυτής της μορφής είναι δυνατόν να εφαρμόσετε ένα τελικό έλεγχο για τύπους εξαιρέσεων που δεν έχετε προβλέψει ότι μπορούν να παραχθούν από τον κώδικα σας. 
-</WRAP>+
  
-<WRAP tip 80% center round> +Εφόσον, χρησιμοποιήσετε τη συγκεκριμένη σύνταξη μην παραλείψετε να καταγράψετε/εκτυπώσετε ένα μήνυμα που περιγράφει τον τύπο της εξαίρεσης και το σημείο που συνέβη. Εάν δεν καταγράψετε την εξαίρεση θα είναι πολύ δύσκολο στη συνέχεια να αντίληφθείτε την αιτία της λάθος λειτουργικότηταςόταν το πρόγραμμα σας θα έχει μη αναμενόμενη συμπεριφορά.
-Στον παραπάνω κώδικα μπορείτε να παρατηρήσετε τα διαφορετικά μηνύματα που παράγονται ανάλογα με τον τύπο της εξαίρεσης. Παρατηρήστε επίσης ότι αν και παράγεται ένα αντικείμενο τύπου //short int//, το οποίο χωράει σε ένα //int// δεν γίνεται κάποια αυτόματη μετατροπή τύπουώστε το //catch block// που πιάνει τύπους //int// να πιάσει και αντικείμενα τύπου short int.+
 </WRAP> </WRAP>
- 
-===== Κληρονομικότητα εξαιρέσεων ===== 
- 
-Ας υποθέσουμε ότι έχουμε τη σχέση κληρονομικότητας μεταξύ των κλάσεων **BaseException** και **DerivedException**, όπως παρακάτω: 
- 
-<code cpp BaseException.h> 
-using namespace std; 
- 
-class BaseException: public std::exception { 
-protected: 
-  int a; 
-public: 
-  BaseException(int a) { this->a = a; } 
-  const char* what() const throw() { 
-    //char s[64]; 
-    char *s = new char [64]; 
-    sprintf(s, "BaseException, a: %d\n", a); 
-    return s; 
-  } 
-}; 
-</code> 
- 
-<code cpp DerivedException.h> 
-#include "BaseException.h" 
-using namespace std; 
- 
-class DerivedException: public BaseException { 
-  int b; 
-public: 
-  DerivedException(int a, int b): BaseException(a) { this->b = b; } 
-  const char* what() const throw() { 
-    char *s = new char [64]; 
-    sprintf(s, "DerivedException, a: %d, b: %d\n", a, b); 
-    return s; 
-  } 
-}; 
-</code> 
- 
-<code cpp ExceptionUse.cpp> 
-#include <iostream> 
-#include "DerivedException.h" 
-using namespace std; 
- 
-int main() { 
-  try { 
-    int option; 
-    cout << "Enter option (1-2): "; 
-    cin >> option; 
-    BaseException bex(-2); 
-    DerivedException dex(4,5); 
-    switch(option) { 
-      case 1: 
-        throw bex; 
-        break; 
-      case 2: 
-        throw dex; 
-        break; 
-    } 
-  } catch(BaseException ex) { 
-    cout << ex.what(); 
-  } catch(DerivedException ex) { 
-    cout << ex.what(); 
-  } 
-  return 0; 
-} 
-</code> 
- 
-O παραπάνω κώδικας παράγει το παρακάτω //warning// κατά τη μεταγλώττιση: 
-<code> 
-ExceptionUse.cpp:22:5: warning: exception of type ‘DerivedException’ will be caught 
-   } catch(DerivedException &ex) { 
-     ^ 
-ExceptionUse.cpp:20:5: warning:    by earlier handler for ‘BaseException’ 
-   } catch(BaseException &ex) { 
-     ^ 
-</code> 
- 
-το οποίο εν συντομία λέει ότι ένα exception τύπου //DerivedException// θα "πιαστεί" από το 1ο //catch block// και το 2ο //catch block// δεν θα λειτουργήσει ποτέ. Το παραπάνω είναι λογικό διότι ένα αντικείμενο της κλάσης //DerivedException// είναι και //BaseException// με βάση τις αρχές της κληρονομικότητας. 
- 
-Εκτελέστε όμως τον παραπάνω κώδικα (παρά το warning) δίνοντας ορίσμα τους αριθμούς 1 και 2. Το αποτέλεσμα είναι το εξής: 
-<code> 
-gthanos@gthanos-DESKTOP:~/Downloads/C++$ ./ExceptionUse  
-Enter option (1-2): 1 
-BaseException, a: -2 
-gthanos@gthanos-DESKTOP:~/Downloads/C++$ ./ExceptionUse  
-Enter option (1-2): 2 
-BaseException, a: 4 
-</code> 
- 
-Παρατηρήστε ότι ενώ στην 2η περίπτωση παράγεται ένα //DerivedException// το αντικείμενο που τελικά λαμβάνουμε είναι τύπου //BaseException//. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι η συνάρτηση //what()// είναι //virtual// πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να καλείται η κατάλληλη έκδοση της συνάρτησης με βάση τον τύπο του αντικειμένου για το οποίο καλείται, ανεξάρτητα από τον τύπο της η οποία δείχνει στο αντικείμενο (δες [[cpp:polymorphism|δυναμικό πολυμορφισμό]]). 
- 
-Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι ότι αν και παράγεται ένα αντικείμενο τύπου //DerivedException// αυτό γίνεται //catch// από το πρώτο //catch block//. Μέσα στο //catch block// το αρχικό αντικείμενο αντιγράφεται σε ένα άλλο αντικείμενο τύπου //BaseException//, διότι έχουμε κλήση με τιμή στο //catch block//. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι από το αρχικό αντικείμενο κρατάμε οτιδήποτε ανήκει στην κλάση //BaseException// και απορρίπτουμε το υπόλοιπο. 
- 
-Ο τρόπος για να δουλέψει σωστά ο παραπάνω κώδικας είναι μέσα στο //catch block// να μην περάσουμε το αντικείμενο γιατί δημιουργείται αντίγραφο, αλλά να περάσουμε μία αναφορά σε αυτό, όπως παρακάτω: 
- 
-<code cpp ExceptionUse.cpp> 
-#include <iostream> 
-#include "DerivedException.h" 
-using namespace std; 
- 
-int main() { 
-  try { 
-    int option; 
-    cout << "Enter option (1-2): "; 
-    cin >> option; 
-    BaseException bex(-2); 
-    DerivedException dex(4,5); 
-    switch(option) { 
-      case 1: 
-        throw bex; 
-        break; 
-      case 2: 
-        throw dex; 
-        break; 
-    } 
-  } catch(BaseException &ex) { 
-    cout << ex.what(); 
-  } catch(DerivedException &ex) { 
-    cout << ex.what(); 
-  } 
-  return 0; 
-} 
-</code> 
- 
-Πλέον το αποτέλεσμα της εκτέλεσης είναι το αναμενόμενο 
-<code> 
-gthanos@gthanos-DESKTOP:~/Downloads/C++$ ./ExceptionUse  
-Enter option (1-2): 1 
-BaseException, a: -2 
-gthanos@gthanos-DESKTOP:~/Downloads/C++$ ./ExceptionUse  
-Enter option (1-2): 2 
-DerivedException, a: 4, b: 5 
-</code> 
  
 <WRAP tip 80% center round> <WRAP tip 80% center round>
-Το πιάσιμο μιας εξαίρεσης με χρήση αναφοράς για αντικείμενα σύνθετου τύπου (όχι charint, long, double κλπ), διότι //α)// αποφεύγουμε την αντιγραφή του αντικειμένου μέσα στο //catch block// (πιο γρήγορος κώδικας) και //β)// αποφεύγουμε την "αποκοπή" μέρους του αντικειμένου της εξαίρεσης λόγω του χειρισμού της από ένα //catch block// βασικότερου τύπου από τον τύπο του αντικειμένου της εξαίρεσης.+Στον παραπάνω κώδικα μπορείτε να παρατηρήσετε τα διαφορετικά μηνύματα που παράγονται ανάλογα με τον τύπο της εξαίρεσης. Παρατηρήστε, ότι αν και παράγεται ένα αντικείμενο τύπου //char//, το οποίο χωράει σε ένα //int// δεν γίνεται κάποια αυτόματη μετατροπή τύπου, ώστε το //catch block// που πιάνει τύπους //int// να πιάσει και αντικείμενα τύπου //char//.
 </WRAP> </WRAP>
  
 <WRAP tip 80% center round> <WRAP tip 80% center round>
-Είναι προφανές ότι η σειρά των //catch blocks// θα έπρεπε να είναι η αντίστροφη (πρώτα το //catch block// για την αναφορά τύπου //DerivedException// και στη συνέχεια το //catch block// για την αναφορά τύπου //BasedException//. Ο λόγος είναι ότι εάν παραμείνει η σειρά των //catch blocks// ως έχει το 2o catch block δεν εκτελείται ποτέ.+Στον παραπάνω κώδικα παρατηρήστε ότι για τα αντικείμενα τύπου //std::string// και //MyException// διαχειριζόμαστε μία αναφορά στον παραγόμενο αντικείμενο και όχι το αντικείμενο το ίδιο. Ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση που συμβεί αυτού του τύπου το //exception//κατά τη διαχείριση του, αντιγράφεται στο //catch block// μόνο η αναφορά (δηλαδή ένας δείκτης προς το αντικείμενο) και όχι το σύνολο του αντικειμένου. Η συγκεκριμένη επιλογή γίνεται για λόγους επίδοσης.
 </WRAP> </WRAP>
- 
-===== Stack Unwinding ===== 
- 
-Κατά την δημιουργία ενός //exception// μέσα σε μία συνάρτηση ή σε ένα κατασκευαστή δεν είναι απαραίτητο ότι η διαχείριση του //exception// θα πρέπει να γίνει στην ίδια τη συνάρτηση ή τον καστασκευαστή. Η διαδικασία όνομάζεται //stack unwinding// και το παράδειγμα που ακολουθεί είναι εξαρειτικά διαφωτιστικό για το πως διαμορφώνεται το stack μετά από την διαχείριση μίας εξαίρεσης σε υψηλότερο επίπεδο. 
- 
-<code cpp StackUnwinding.cpp> 
-#include <iostream> 
-// called by FFF() 
-void FFFF() { 
-  std::cout << "Start FFFF\n"; 
-  std::cout << "FFFF throwing int literal exception\n"; 
-  throw 100; 
-  std::cout << "End FFFF\n"; 
-  
-} 
-// called by FF()  
-void FFF() { 
-  std::cout << "Start FFF\n"; 
-  FFFF(); 
-  std::cout << "End FFF\n"; 
-} 
-// called by F() 
-void FF() { 
-  std::cout << "Start FF\n"; 
-  try { 
-    FFF(); 
-  } catch(char) {  
-    std::cerr << "FF caught double exception\n"; 
-  } 
-  std::cout << "End FF\n"; 
-} 
-// called by main() 
-void F() { 
-  std::cout << "Start F\n"; 
-  try { 
-    FF(); 
-  } catch (int) { 
-     std::cerr << "F caught int exception\n"; 
-  } catch (char) { 
-     std::cerr << "F caught double exception\n"; 
-  } 
-  std::cout << "End F\n"; 
-} 
-  
-int main() { 
-  std::cout << "Start main\n"; 
-  try { 
-    F(); 
-  } catch (int) { 
-    std::cerr << "main caught int exception\n"; 
-  } 
-  std::cout << "End main\n";  
-  return 0; 
-} 
-</code> 
- 
-Το αποτέλεσμα που εκτυπώνεται στην οθόνη είναι το εξής: 
-<code> 
-Start main 
-Start F 
-Start FF 
-Start FFF 
-Start FFFF 
-FFFF throwing int literal exception 
-F caught int exception 
-End F 
-End main 
-</code> 
- 
-H εξέλιξη του //program stack// στο παρακάτω πρόγραμμα δίνεται στο παρακάτω διάγραμμα. Παρατηρήστε ότι το exception παράγεται στη συνάρτηση **FFFF()**, αλλά "πιάνεται" στην **F()** πράγμα που συνεπάγεται την αυτόματη συρρίκνωση του //stack// στο επίπεδο της συνάρτησης **F()**. Μετά το "πιάσιμο" του //exception//, τα περιεχόμενα του //stack// για τις συναρτήσεις **FFF()** και **FFFF()** έχουν χαθεί. 
- 
-{{ :cpp:stack_unwinding.png |}} 
- 
-===== Διαχείριση μίας εξαίρεσης και παραγωγή νέας εξαίρεσης κατά την διαχείριση της ===== 
- 
-Κάποιες φορές είναι επιθυμητό να διαχειριστούμε μία εξαίρεση προκειμένου να κλείσουμε κάποιο //resource//, αλλά στη συνέχεια θέλουμε να παράγουμε ξανά την ίδια εξαίρεση προκειμένου η τελική διαχείριση να γίνει παρακάτω. Δείτε το επόμενο απόσπασμα κώδικα από την κλάση PPMImage. Εάν το αρχείο που διαβάζουμε περιέχει κατά λάθος μία αρνητική τιμή θα παραχθεί ένα //std::bad_alloc exception//. Δεν θέλουμε να το διαχειριστούμε μέσα στον κατασκευαστή, διότι σε αυτή την περίπτωση ο κατασκευαστής θα επιστρέψει κανονικά και ο χρήστης δεν θα έιναι σε θέση να γνωρίζει ότι συνέβη σφάλμα. Παρόλα αυτά, θα θέλαμε να διαχειριστούμε εν μέρη την εξαίρεση στον κατασκευαστή, ώστε να κλείσουμε το ανοιχτό //ifstream//, αλλά στη συνέχεια να παράγουμε την ίδια εξαίρεση την οποία θα κληθεί η διαχειριστεί η μέθοδος που δημιουργεί το αντικείμενο. 
- 
-<code cpp PPMImageSample.cpp> 
-#include <iostream> 
-#include <fstream> 
-#include <ios> 
-#include <cstdlib> 
- 
-using namespace std; 
- 
-class PPMImage { 
-  int width, height, colordepth; 
-  int **raster; 
-public: 
-  PPMImage(char *filename) { 
-    string str; 
-    unsigned char red, green, blue; 
-    ifstream in(filename); 
-    if(!in.is_open()) { 
-      std::ios_base::failure fex("File not found!"); 
-      throw fex; 
-    } 
-    try { 
-      in >> str; 
-      in >> str; 
-      width = atoi(str.c_str()); 
-      in >> str; 
-      height = atoi(str.c_str()); 
-      in >> str; 
-      colordepth = atoi(str.c_str()); 
-      raster = new int*[height]; 
-      for(int row=0; row<height; row++) 
-        raster[row] = new int[width]; 
-      for(int row=0; row<height; row++) { 
-        for(int col=0; col<width; col++) { 
-          cin >> str; 
-          red = (unsigned char) atoi(str.c_str()); 
-          cin >> str; 
-          green = (unsigned char) atoi(str.c_str()); 
-          cin >> str; 
-          blue = (unsigned char) atoi(str.c_str()); 
-          raster[row][col] = 0; 
-          raster[row][col] = (red << 16) | (green << 8) | blue; 
-        } 
-      } 
-    } 
-    catch(std::bad_alloc &ex) { 
-      cerr << "std::bad_alloc occured!\n"; 
-      in.close(); 
-      throw ex; 
-    } 
-  } 
-   
-  ~PPMImage() { 
-    for(int row=0; row<height; row++) 
-      delete raster[row]; 
-    delete raster; 
-  } 
-   
-  int **getRaster() { return raster; } 
-   
-}; 
- 
-int main(int argc, char *argv[]) { 
-  PPMImage *imgptr=nullptr; 
-  try{ 
-    imgptr = new PPMImage(argv[1]); 
-  } 
-  catch(ios_base::failure &fex) { 
-    cerr << "File '" << argv[0] << "' was not found!\n"; 
-  } 
-  catch(bad_alloc &ex) { 
-    cerr << "Memory allocation failure!\n"; 
-    if (imgptr!=nullptr) { 
-      cerr << "imgptr != nullptr\n"; 
-      if(imgptr->getRaster() != nullptr) { 
-        cerr << "imgptr->getRaster() != nullptr\n"; 
-        delete imgptr->getRaster(); 
-      } 
-      else { 
-        cerr << "imgptr->getRaster() == nullptr\n"; 
-      } 
-      delete imgptr; 
-    } 
-    else { 
-      cerr << "imgptr == nullptr\n"; 
-    } 
-  } 
-  delete imgptr; 
-  return 0; 
-} 
-</code> 
- 
-Το ενδεικτικό αρχείο εισόδου είναι το παρακάτω: 
- 
-<code cpp 3x2.ppm> 
-P3 
-3 -2 255 
-255 0 0 255 255 0 0 255 255 
-255 0 255 0 255 0 128 128 128 
-</code> 
- 
-Από τον παραπάνω κώδικα μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής: 
-  - Εφόσον παράγεται ένα //exception// o δείκτης //imgptr// μέσα στο //catch block// της συνάρτησης //main// έχει την αρχική του τιμή, δηλαδή **nullptr**. Αυτό είναι λογικό με βάση τις αρχές του //stack unwinding// που συζητήσαμε προηγούμενα. 
-  - Εάν εφαρμόσω τον τελεστή **delete** σε ένα δείκτη που έχει την τιμή **nullptr**, δεν παράγεται κάποιου είδους //exception//, αλλά ο κώδικας συνεχίζει κανονικά. 
- 
-==== Ένα 2ο παράδειγμα ==== 
- 
-Στο προηγούμενο παράδειγμα κάντε την εξής αλλαγή. Αντικαταστήστε το //catch block// στον κατασκευαστή με το παρακάτω: 
- 
-<code cpp> 
-    catch(std::exception &ex) { 
-      cerr << "std::exception occured!\n"; 
-      in.close(); 
-      throw ex; 
-    } 
-</code> 
- 
-Το //exception std::bad_alloc// είναι απόγονος της κλάσης //std::exception// επομένως ο παραπάνω κώδικας θα πρέπει να δουλεύει σωστά και μετά την αλλαγή. Εν τούτοις παρατηρούμε ότι το πρόγραμμα αποτυγχάνει με ένα μήνυμα της μορφής 
-<code> 
-$> ./PPMImageSample 3x2.ppm  
-std::bad_alloc occured! 
-terminate called after throwing an instance of 'std::exception' 
-  what():  std::exception 
-Aborted (core dumped) 
-</code> 
- 
-Ο λόγος που συμβαίνει το παραπάνω είναι ότι το όταν το //catch block// παράγει και πάλι το //exception//, παράγει ένα αντικείμενο της κλάσης //std::exception// αποκόπτοντας το τμήμα του αντικειμένου που αφορά την απόγονο κλάση //std::bad_alloc//. Στη συνέχεια ένα τέτοιο αντικείμενο δεν μπορεί να το "πιάσει" το //catch block// της συνάρτησης //main//. Εάν πρέπει να παράγεται το ίδιο //exception// πράγμα που ήταν αρχικά επιθυμητό ο κώδικας στο //catch block// του κατασκευαστή θα πρέπει να γραφεί όπως παρακάτω, ώστε να παράγει ως //exception// το ίδιο αντικείμενο που έγινε //catch//. 
- 
-<code cpp> 
-    catch(std::exception &ex) { 
-      cerr << "std::exception occured!\n"; 
-      in.close(); 
-      throw;       // rethrows the same exception object 
-    } 
-</code> 
-===== Δήλωση των εξαιρέσεων που παράγουν οι συναρτήσεις (exception specifiers) ===== 
- 
-Κατά τη δήλωση μίας συνάρτησης είναι δυνατόν να ορίσετε εάν αυτή μπορεί να παράγει κάποιου είδους //exception//. Υπάρχουν 3 διαφορετικού τύποι ορισμών οι οποίοι δίνονται παρακάτω: 
-  - ''int functionName() throw()'': Ο συγκεκριμένος ορισμός δηλώνει ότι δεν παράγεται καμία εξαίρεση. 
-  - ''int functionName() throw(std::bad_alloc)'': Ο συγκεκριμένος ορισμός δηλώνει ότι μπορεί να παραχθεί μία εξαίρεση τύπου [[http://en.cppreference.com/w/cpp/memory/new/bad_alloc|std::bad_alloc]]. 
-  - ''int functionName() throw(...)'': Ο συγκεκριμένος ορισμός δηλώνει ότι μπορεί να παραχθεί οποιουδήποτε τύπου εξαίρεση. 
- 
-Τους παραπάνω ορισμούς είναι δυνατόν να τους συναντήσετε στις //standard// βιβλιοθήκες της C++. Δεν είναι όμως ευρέως χρησιμοποιούμενοι και η υποστήριξη τους από τους C++ //compilers// είναι συχνά ελλειπής. Δεν συνιστάται η χρήση τους σε κώδικα που γράφετε εσείς, λόγω της ελλειπούς υποστήριξης από την κοινότητα της C++. 
- 
-/* 
-===== Function try blocks ===== 
-*/ 
- 
- 
- 
- 
- 
  
  
  
cpp/exception.1557126954.txt.gz · Last modified: 2019/05/06 06:15 (external edit)